- μανίτσα
- ηβλ. μαννίτσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
μαννίτσα — και μανίτσα και μανίτζα, η (Μ μαννίτσα) (με θωπευτική σημ.) μαννούλα, μητερούλα … Dictionary of Greek
maniţă — maníţă s.f. (înv.) stofă din care se făceau anterie, rochii etc. Trimis de blaurb, 04.07.2006. Sursa: DAR maníţă ( ţe), s.f. – Postav de lînă. ngr. μανίτσα manşon (Scriban). sec. XIX, înv. Trimis de blaurb, 27.10.2008. Sursa: DER … Dicționar Român
έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)